- ἀερόεις
- ἀ̱ερόεις , ἠερόειςcloudymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αερόεις — ἀερόεις, εσσα, εν (Α) σπανιότερος τύπος τού ἠερόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + παραγ. κατάλ. εις] … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ηερόεις — ἠερόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. και ιων. τ. τού άχρ. ἀερόεις) 1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερός («ἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.) 3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς 4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» η… … Dictionary of Greek